- σιαλισμός
- σῐᾰλ-ισμός or [pref] σιελ-, ὁ,A flow of saliva, Gal.7.470 ([etym.] -ελ-), 16.146 ([etym.] -αλ-), Ruf. ap. Orib.8.24.64 ([etym.] -ελ-), Archig.ib.8.2.6 ([etym.] -ελ-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σιαλισμός — και σιελισμός, ο, ΝΑ [σιαλίζω / σιελίζω] η έκκριση σάλιου νεοελλ. ιατρ. η σιαλόρροια … Dictionary of Greek